νευρεξαγωγή

νευρεξαγωγή
η
ιατρ. η αφαίρεση τού πολφού και τού νεύρου ενός δοντιού από τον ριζικό σωλήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νευρ(ο)-* + εξαγωγή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νευρ(ο)- — α συνθετικό πολλών επιστημονικών ιατρικών όρων τής Νεοελληνικής που προέρχονται από το ουσ. νεύρο και εισήχθησαν στην Ελληνική ως αντιδάνεια από την ξεν. ορολογία (νευρομυελίτιδα, πρβλ. αγγλ. neuromyelitis νευροτομία, πρβλ. αγγλ. neurotomy… …   Dictionary of Greek

  • νευρεξαγωγός — ο ιατρ. λεπτή βελόνα με λεπτότατα άγκιστρα, ειδική για νευρεξαγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νευρ(ο) * + εξαγωγός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”